- καβαλιέρος
- ο кавалер; партнёр (в танцах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καβαλιέρος — ο (Μ καβαλιέρος) νεοελλ. συνοδός γυναίκας, ιδίως σε χορό, συγχορευτής μσν. ιππέας ακόλουθος, ιππότης, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavaliere «ιππέας, ιππότης» < λατ. caballarius «ιππέας». Η λ. με τη μσν. σημ. «ιππέας ακόλουθος» κατέληξε να… … Dictionary of Greek
καβαλιέρος — ο (λ. ιταλ.), συνοδός κυρίας, συγχορευτής: Στο πάρτι των φοιτητών ήρθε και η αδελφή σου μ έναν όμορφο καβαλιέρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καβαλιέρος, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την οικογένεια των Γρηγοριάνων της Μάνης. Επονομαζόταν και Αλτζερίνος, επειδή το 1810 είχε αιχμαλωτιστεί από Αλγερινούς πειρατές. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Μονεμβασιάς … Dictionary of Greek
μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… … Dictionary of Greek
καβαλιεροσύνη — η (Μ καβαλιεροσύνη) [καβαλιέρος] επιδεξιότητα τού ιππέα … Dictionary of Greek